ενασκώ

ενασκώ
(ε) μετ. использовать, осуществлять (права); пользоваться (правом, положением, властью и т. п.);

ενασκ τα δικαιώματα μου — осуществлять свои права;

ενασκώ τό επάγγελμα μου — работать по специальности;

ενασκεί το επάγγελμα τού γιατρού — он работает врачом, он занимается врачебной практикой


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ενασκώ" в других словарях:

  • ενασκώ — (AM ενασκῶ, έω) νεοελλ. εξασκώ, κάνω χρήση δικαιώματος ή ιδιότητας («ενασκεί προεδρικά καθήκοντα») μσν. (για μοναχούς) μονάζω αρχ. 1. γυμνάζω, ασκώ κάποιον 2. (ενεργ. αμτβ.) γυμνάζομαι 3. είμαι ενυφασμένος, κεντημένος πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐνασκῶ — ἐνασκέω train pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνασκέω train pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνασκέω train pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνασκέω train pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»